Μνήμη Βαγγέλη Κουτουλέα. Συμβολή. Από το Νίκο Κυριακουλάκο.
Μνήμη Βαγγέλη Κουτουλέα. Συμβολή.
Του Νίκου Κυριακουλάκου
Όταν πηγαίναμε στο 2ο, γυμνάσιο και ακολούθως
λύκειο, στο τέλος της δεκαετίας του ’70 – αρχές δεκαετίας ’80, περπατώντας την οδό Λακωνικής από και προς τα
σπίτια μας, τις περισσότερες ημέρες κατά την επιστροφή, απαραίτητη στάση για
την παρέα μας (Μπάμπης Κουτέλας, Μήτσος
Κουκούτσης, Γιάννης Κορωνιός+2020 και ο γράφων), αποτελούσε το «Γαλακτο-Ζαχαροπλαστείον
Το Βυζάντιον» του Κουτουλέα στη συμβολή των οδών Λακωνικής και Παλαιολόγου.
Αξέχαστη για όλους μας σε αυτή μας τη στάση, η εξαιρετική,
μοναδική και ελλείπουσα πλέον εδώ και δεκαετίες πουτίγκα, του πάντα καλοσυνάτου
κυρ Γιώργου και της πάντα χαμογελαστής κυρίας Φωτεινής, την οποία τιμούσαμε
δεόντως εμπλουτισμένη με μπόλικο βύσσινο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετές
φορές σε μεταξύ μας κόντρες, φτάναμε να
φάμε μέχρι και 5 κομματάρες (γενναιόδωρος
πάντα ο κυρ Γιώργος) το άτομο στην καθισιά, που ήταν και το ακατάρριπτο
ρεκόρ μέχρι το τέλος της σχολικής μας ζωής.
Επειδή εκείνη την εποχή ιδιαίτερα ο Μήτσος κι εγώ (που
ήμουν και αθλητής του) ήμασταν οπαδοί του ιστορικού ποδοσφαιρικού Απόλλωνα,
η γειτονιά που συχνάζαμε και κάναμε τις παρέες μας τις περισσότερες ημέρες και
ώρες, ήταν αυτή, νότια της εισόδου του γηπέδου του Μεσσηνιακού και των τότε ημιυπόγειων
αποδυτηρίων του Απόλλωνα επί της οδού Λακωνικής.
Μεταξύ της εισόδου του γηπέδου του Μεσσηνιακού και των
αποδυτηρίων του Απόλλωνα υπήρχε το τότε μεγάλο γνωστό σε όλους καφενείο
Καραμπάγια, στο οποίο κατά βάση σύχναζαν ποδοσφαιρικοί φίλαθλοι κυρίως του
Απόλλωνα, αλλά και των Πράσινων Πουλιών που είχαν τα γραφεία/αποδυτήρια ακριβώς
απέναντι, καθώς και της Μαύρης Θύελλας.
Η σειρά των οικημάτων εκτός άλλων, συμπληρωνόταν με ένα
μικρό σπίτι που βρισκόταν ανάμεσα στο καφενείο και το γήπεδο. Σε αυτό έμενε
μόνος του ένας κάπως απόμακρος και μοναχικός εργένης -γύρω στα 50 με 60 τότε-,
ο Γιώργος Φωτόπουλος. Ο «Γιωργέν», όπως τον γνωρίσαμε και τον αποκαλούσαμε από
τότε και στο εξής, ύψους (όπως μπορώ να το θυμηθώ με πιθανότητα σφάλματος)
1,70μ. περίπου, ελαφρά σγουμπός, με μαλλί που ερχόταν από τη μία μεριά του
κεφαλιού έως την άλλη για να καλύψει τεχνηέντως τη φαλάκρα και καθόλου θα
έλεγες αθλητικός τύπος, ήταν λογιστής.
Βασικός πελάτης του κάποια μεγάλη για τον καιρό επιχείρηση, στην τριγύρω περιοχή
της Αγίας Τριάδας, ίσως και μακρύτερα.
Καθημερινά, πρωί και μεσημέρι, ο Γιωργέν έκανε τη διαδρομή αυτή,
χειμώνα-καλοκαίρι, πήγαινε-έλα, με τα πόδια.
Η τύπου «αυλή» του σπιτιού του (αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι) ήταν ένα αστέγαστο «ημιυπόγειο» χωμάτινο
κομμάτι (περίπου 1μ. και κάτι πιο χαμηλό
από την επιφάνεια του πεζοδρομίου), διαστάσεων περίπου 3μ.Χ7μ., ανοιχτό
νότια προς την πλευρά του πεζοδρομίου της Λακωνικής, στριμωγμένο ανάμεσα δυτικά
στο σπίτι και βόρια και ανατολικά με τη μάντρα του γηπέδου. Αυτό, με ένα φιλέ στη μέση λοιπόν, αποτελούσε
το αυτοσχέδιο γήπεδο βόλεϊ του Γιωργέν, στο οποίο ως πρωτοστάτης και
διοργανωτής ο ίδιος αγώνων βόλεϊ (3
εναντίον 3, ή πιο σπάνια max 4 εναντίον 4), έβρισκε διέξοδο διασκέδασης
κάποιες μέρες της εβδομάδας. Όχι μόνος του βέβαια, αλλά με τη συμμετοχή κάποιων
θαμώνων επώνυμων φιλάθλων από το καφενείο, ηλικίας γύρω στα 30 τότε, και ημών
των πιτσιρικάδων (εκεί γύρω στο ’80), που αν και ποδοσφαιρικοί, γουστάραμε
τρελά τις κόντρες βόλεϊ μεταξύ των ομάδων, που φτιάχνονταν με διαφορετική
σύνθεση κάθε φορά και τον απίστευτο ροτέισον
χαβαλέ που γινόταν, με μεγάλη δόση ανταγωνισμού και απίστευτων πειραγμάτων.
Μετά από ένα επίμονο δικό μας πες-πες, καθότι αρκετά
συνεσταλμένος ο νεαρός ψηλός Βαγγέλης και με δεδομένο ότι το σπίτι του ήταν
λίγο πιο κάτω, καταφέραμε κάποια στιγμή να τον πείσουμε να έρθει να δοκιμάσει
να παίξει και να γίνει κι αυτός μέλος αυτού του άτυπου χαβαλέ street volley club.
Εκεί έγινε η πρώτη του επαφή με την μπάλα του βόλεϊ. Και
απορούσαμε στην αρχή, πώς είναι δυνατόν ένα νεαρό παιδί με τα σωματικά
χαρακτηριστικά και τα προσόντα που φαινόταν ότι έχει για το άθλημα, δεν είχε
την επαφή που φανταζόμασταν ότι θα έπρεπε. Γεγονός φυσιολογικό για ένα παιδί
που δεν είχε καν πιάσει ξανά μπάλα βόλεϊ στα χέρια του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι πρώτες μανσέτες
ήταν «χουφτιαστές», καθώς και τα πρώτα του καρφιά ήταν «κουτάλες», όπως τον
πειράζαμε. Δηλαδή, αντί να χτυπήσει με την παλάμη του την μπάλα, την έπιανε
ψηλά μέσα στη χούφτα του και την κατέβαζε με δύναμη στο αντίπαλο γήπεδο. Φάνηκε
να του αρέσει και πλέον συμμετείχε αυτοβούλως και χωρίς πίεση όλο και
περισσότερο, προσαρμοζόμενος ταχύτατα .
Τότε ήταν που μαθεύτηκε μέσω του Μπάμπη Κουτέλα στους
ανθρώπους του Μεσσηνιακού ότι υπάρχει ένα ταλέντο με ιδανικά προσόντα για βόλεϊ
κι έτσι όχι πολύ μετά, επιφυλακτικά στην αρχή από την πλευρά του κυρ Γιώργου
όπως αναφέρει πολύ σωστά ο ίδιος ο Μπάμπης, ο Βαγγέλης δεν άργησε να
εγκαταλείψει την εντελώς παιδική παιχνιδιάρικη διασκέδαση και να την κάνει
σιγά-σιγά ζωή του.
Το timing από ό,τι φάνηκε αργότερα ήταν το ιδανικό, γιατί
χρονικά βρέθηκε στην θρυλική εκείνη ομάδα του Μεσσηνιακού με τις μεγάλες
επιτυχίες και τον δάσκαλο Κώστα Δέδε να τον καθοδηγεί, από όπου και αναδείχτηκε!
Η εξέλιξή του γρήγορη κι εντυπωσιακή. Κι εμείς οι φίλοι του
τον καμαρώναμε και μας άρεσε να βρισκόμασταν δίπλα του. Δίπλα εννοείται στην Καλαμάτα. Δίπλα του πρώτα
σαν φοιτητές και κατόπιν ως εργαζόμενοι περίπου μια δεκαετία αργότερα στην
Αθήνα, τον καιρό του Παναθηναϊκού, καθώς και στο ξεκίνημα του beach volley στην Ελλάδα, οπότε
και περάσαμε ατέλειωτα καλοκαιρινά
Σαββατοκύριακα μαζί, στα γήπεδα των παραλιών της Βουλιαγμένης, της Αναβύσσου,
του Σχοινιά και αλλού.
Κοντά του στη γέννηση της κόρης του Λυδίας, κοντά του και στα επιχειρηματικά του εγχειρήματα, με αθλητική ένδυση αρχικά, και αργότερα στα εστιατόρια σε Καλαμάτα και Στούπα όπου το beach volley στην παραλία της Καλόγριας ήταν σε πρώτη γραμμή μπροστά από το TANGO του κάθε καλοκαίρι. Και τέλος, κοντά του στο ζαχαροπλαστείο ΑΡΩΜΑ το 2008, όπου και είχαμε την απίστευτη χαρά να δοκιμάσουμε ξανά, από τα χέρια του μάστορα Βαγγέλη πια αυτή τη φορά, τη μοναδική αυτή πουτίγκα με βύσσινο, συνταγή του κυρ Γιώργου. Γιατί εκτός του βόλεϊ που έτρεχε στο αίμα του, άλλα του ταλέντα ήταν η ζαχαροπλαστική και η μαγειρική.
Μετά ακολούθησε η Αγγλία. Χαθήκαμε. Τα λέγαμε αραιά και που,
μετά την αναχώρησή του και τη διαπρεπή πορεία του ως προπονητής εκεί.
Κι εκεί που όλα φαίνονταν ότι είχαν μπει στο δρόμο τους, σαν
κεραυνός εν αιθρία, ήρθαν τα άσχημα νέα…
Είναι λυπηρό και στενάχωρο, να είναι απών ένας τέτοιας αξίας
νέος άνθρωπος, πολύ περισσότερο όταν έχεις τόσο πολλές και ωραίες αναμνήσεις μαζί
του.
Ας είναι όμως. Δεν μπορείς να τα βάλεις με κάποια πράγματα.
Κι αφού δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, τουλάχιστον
ο ουρανός γίνεται πιο φωτεινός τα βράδια με τέτοια αστέρια να μας
φωτίζουν.
Στο φως Βαγγέλη…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου